ἐχιδναίοισι

ἐχιδναίοισι
ἐχιδναί̱οισι , ἐχιδναῖος
of
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εχιδναίος — ἐχιδναῑος, α, ον (Α) [έχιδνα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έχιδνα 2. μτφ. αυτός που δηλητηριάζει όπως η έχιδνα («Μοῡσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που μοιάζει με φίδι («ἐχιδναῑοισι κορύμβοις», Νόνν.) 4. ο γεννημένος από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”